- μουσίτσα
- η(λ. ιταλ.)1. το μουσούδι.2. μτφ., πονηρός, κατεργάρης, ναζιάρης: Είσαι εσύ μια μουσίτσα!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μουσίτσα — η 1. μικρό πτερωτό έντομο που αναπτύσσεται σε βαρέλια από μούστο, σε σάπια κρέατα ή λαχανικά καθώς και σε σκουπίδια 2. η σκνίπα 3. (για πρόσ.) πονηρός, κατεργάρης 4. προσφώνηση γυναίκας με πολύ λεπτοκαμωμένο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. muso +… … Dictionary of Greek
Δαλιανίδης, Γιάννης — (Θεσσαλονίκη 1924 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε θέατρο στη δραματική σχολή Ιωάννη Κοπανά της Θεσσαλονίκης και χορό στη σχολή Μίσλιγκερ της Βιέννης. Εργάστηκε αρχικά ως χορογράφος χορευτής και ηθοποιός στο μουσικό θέατρο, ενώ… … Dictionary of Greek
Μπάρκουλης, Αντρέας — (Πειραιάς 1936 –). Ηθοποιός. Ο μεγαλύτερος εγχώριος σταρ των δεκαετιών ’50 και ’60 στον κινηματογράφο, που είδε το όνομα του να γίνεται και σύνθημα («κορίτσια ο Μπάρκουλης...»), σπούδασε στη σχολή Κ. Μιχαηλίδη και αποφοίτησε νωρίτερα από το… … Dictionary of Greek